παραλαμπω

παραλαμπω
    παραλάμπω
    παρα-λάμπω
    поблескивать, светиться Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραλαμπω" в других словарях:

  • παραλάμπω — Α λάμπω, φέγγω λίγο …   Dictionary of Greek

  • λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραλάμπω — Α συμμετέχω στην αίγλη κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραλάμπω «λάμπω, φέγγω λίγο»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»